αντίπτωσις

αντίπτωσις
ἀντίπτωσις, η (Α)
1. (Γραμμ.) η εναλλαγή των πτώσεων, η χρήση μιας πτώσης αντί άλλης που χρησιμοποιείται συνήθως
2. η αντίσταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀντίπτωσις — opposition fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπτώσει — ἀντίπτωσις opposition fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀντιπτώσεϊ , ἀντίπτωσις opposition fem dat sg (epic) ἀντίπτωσις opposition fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπτώσεις — ἀντίπτωσις opposition fem nom/voc pl (attic epic) ἀντίπτωσις opposition fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπτώσιας — ἀντίπτωσις opposition fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίπτωσιν — ἀντίπτωσις opposition fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπτώσεως — ἀντιπτώσεω̆ς , ἀντίπτωσις opposition fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”